ζευγαριά

ζευγαριά
η [ζευγάρι]
το ζευγάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζευγάρια — ζευγάριον a puny pair neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ξιφόσουρα — θαλάσσια αρθρόποδα. Από αυτά, τα μερόστομα πολυάριθμα κατά τον παλαιοζωικό αιώνα. Αντιπροσωπεύονται σήμερα μόνο από πέντε είδη, τα οποία παλιότερα περιλαμβάνονταν στα οστρακόδερμα. Στη σύγχρονη ταξινόμηση, το γένος λίμουλος (limulus) στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόστρακα — (leptostraca). Τάξη θαλάσσιων, μαλακόστρακων μαλακίων με σώμα μήκους 1 4 εκ. Ο θώρακας και το μπροστινό τμήμα της κοιλιάς τους είναι σκεπασμένα από δίθυρο θυρεό, ο οποίος αποτελεί τύπο χιτινώδους περιβλήματος και δεν συμφύεται με τα θωρακικά… …   Dictionary of Greek

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • στοματόποδα — (stomatopoda). Μαλακόστρακα του αθροίσματος των ποδοφθάλμων. Με το όνομα σ. χαρακτηρίζονται αρκετά, μεγάλου μεγέθους μαλακόστρακα τα οποία έχουν πλατύ όστρακο, που αφήνει ακάλυπτες τις τρεις θωρακικές αρθρώσεις. Τα σ. έχουν πέντε ζευγάρια… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • έντομο — το ζώο ασπόνδυλο της συνομοταξίας των αρθρόποδων, που το σώμα του διαιρείται με εντομές (από εδώ και το όνομα) σε τρία μέρη: το κεφάλι (με δύο κεραίες, δύο σύνθετα μάτια και έξι στοματικά μέρη), το θώρακα (με τρία ζευγάρια ποδιών και συχνά με δύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”